υπόπικρος

υπόπικρος
η , ο [ος , ον ] горьковатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπόπικρος" в других словарях:

  • ὑπόπικρος — somewhat bitter masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπικρος — η, ο / ὑπόπικρος, ον, ΝΑ [πικρός] ο κάπως πικρός, πικρούτσικος. επίρρ... ὑποπίκρως Μ κάπως πικρά …   Dictionary of Greek

  • υπόπικρος — η, ο κάπως πικρός, πικρούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποπίκρως — ὑπόπικρος somewhat bitter adverbial ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπικρον — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem acc sg ὑπόπικρος somewhat bitter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπίκρου — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπίκρους — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπίκρῳ — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπικρα — ὑπόπικρος somewhat bitter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπικροι — ὑπόπικρος somewhat bitter masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»